περιμορμύρω

περιμορμύρω
Μ
(για τη θάλασσα) μουρμουρίζω, παφλάζω ολόγυρα («περιμορμύρουσα ἅλμη», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + μορμύρω «μουρμουρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”